ἰσάνεμος
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
English (LSJ)
[ᾰ], ον, swift as the wind, E.IA 206(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1263] windgleich, schnell wie der Wind, Achilles, Eur. I. A. 207.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aussi rapide que le vent.
Étymologie: ἴσος, ἄνεμος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσάνεμος: (ᾱ) равный ветру, т. е. быстрый как ветер (Ἀχιλλεύς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάνεμος: ᾰ, ον, ταχύς, ὡς ὁ ἄνεμος, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 206.
Greek Monolingual
ἰσάνεμος, -ον (Α)
ταχύς σαν τον άνεμο («τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῑν Ἀχιλῆα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. αλεξάνεμος, παυσάνεμος].