ὠλέκρανον

Revision as of 17:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

τό, for ὠλενόκρανον, = ὠλένης κρανίον (Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. [[[ὀλέκρανον]] is required by the metre in Ar.Pax443; τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο Hellad. ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
la pointe du coude.
Étymologie: ὠλένη, κρανίον.

German (Pape)

[ᾱ], τό, eigtl. ὠλενόκρανον, d.i. ὠλένης κρᾶνον, auch ὀλενόκρανον, Ar. Pax 443, vgl. Schol. Arat. 876 und Phryn. B.A. 56, – der vorragende Kopf des Ellenbogenknochens im Buge (der ἀγκῶνος κεφαλή heißt, Od. 14.494), Arist. H.A. 1.15; bei den Doriern κύβιτον, davon cubitus.

Russian (Dvoretsky)

ὠλέκρᾱνον: τό Arst. = ὀλέκρανον.

Greek (Liddell-Scott)

ὠλέκρᾱνον: τό, κυρίως ὠλενόκρανον = ὠλένης κρανίον, ἡ κεφαλὴ ἢ τὸ ἄκρον τοῦ πήχεως, ὁ ἀγκών, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3, κ. ἀλλ.· παρ’ Ἱππ. εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξις ἀγκὼν ἀντὶ τοῦ ὠλέκρανον, κατὰ τὸν Γαληνόν· ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ ὠλέκρανον ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. ζ΄ σ. 1226G· ― παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 443 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὀλέκρανον, τὸν τύπον δὲ τοῦτον ἀναγνωρίζει καὶ ὁ Σχολιαστ. ὡς τὸν γνήσιον Ἀττ., πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 56, Φώτ., κλπ.

Greek Monotonic

ὠλέκρᾱνον: τό, το σημείο του αγκώνα, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὠλέ-κρᾱνον, ου, τό,
the point of the elbow, Arist.