πόρθημα

From LSJ
Revision as of 09:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρθημα Medium diacritics: πόρθημα Low diacritics: πόρθημα Capitals: ΠΟΡΘΗΜΑ
Transliteration A: pórthēma Transliteration B: porthēma Transliteration C: porthima Beta Code: po/rqhma

English (LSJ)

-ατος, τό, = πόρθησις (sack), Plu. Sull. 16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 683] τό, das Zerstörte, Plut. Sull. 16.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dévastation, ruine, pillage.
Étymologie: πορθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρθημα -ατος, τό [πορθέω] verwoesting.

Russian (Dvoretsky)

πόρθημα: ατος τό (результат) разорение, разрушение (ἁρπαγαὶ καὶ πορθήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πόρθημα: τό, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Σύλλ. 16.

Greek Monolingual

τὸ, Α πορθώ
1. εκπόρθηση πόλης
2. λεηλασία, λαφυραγωγία.

Greek Monotonic

πόρθημα: -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.