νηπιοφροσύνη
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἡ, childishness, thoughtlessness, Eust.1418.60 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
νηπιοφροσύνη: ἡ, νηπιώδης φρόνησις, ἀφροσύνη, μωρία, Εὐστ. 1418. 60, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
νηπιοφροσύνη, ἡ (Μ) νηπιόφρων
το φρόνημα, η σκέψη τών νηπίων, μωρία, ανοησία.
German (Pape)
ἡ, kindischer Sinn, Torheit, Sp.
Translations
childishness
Dutch: kinderlijkheid; Estonian: lapsikus; French: enfantillage; Galician: puerilidade, rapazada; German: Kinderei; Gothic: 𐌱𐌰𐍂𐌽𐌹𐍃𐌺𐌴𐌹; Greek: ανωριμότητα, παιδιαρίσματα, παιδαριώδης συμπεριφορά; Ancient Greek: νηπιέη, νηπιότης, νηπιοφροσύνη, παιδία, τὸ βρεφῶδες, τὸ μειρακιῶδες; Hungarian: gyerekesség; Middle English: childhode; Nahuatl: tēlpōchcaconēyōtl; Old Norse: bernska; Portuguese: criancice, puerilidade, infantilismo, parvulez, gurizada; Spanish: puerilidad, niñería, chiquillada, infantilismo, infantilada, niñada, chiquillería; Swedish: barnslighet