κερατοξόος
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ον,
A = κεραοξόος, Nonn.D.3.76 codd. (κεραο- Mein., Ludw.).
German (Pape)
[Seite 1422] = κεραοξόος; Nonn. D. 3, 76 τέχνη.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰτοξόος: -ον, = κεραοξόος, Νόνν. Δ. 3. 76.