κερατοξόος

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰτοξόος Medium diacritics: κερατοξόος Low diacritics: κερατοξόος Capitals: ΚΕΡΑΤΟΞΟΟΣ
Transliteration A: keratoxóos Transliteration B: keratoxoos Transliteration C: keratoksoos Beta Code: keratoco/os

English (LSJ)

κερατοξόον, = κεραοξόος, Nonn. D. 3.76 codd. (κεραο- Mein., Ludw.).

German (Pape)

[Seite 1422] = κεραοξόος; Nonn. D. 3, 76 τέχνη.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰτοξόος: -ον, = κεραοξόος, Νόνν. Δ. 3. 76.

Greek Monolingual

κερατοξόος, -ον (Α)
κεραοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λαο-ξόος, λιθο-ξόος.