εξασθένηση

From LSJ
Revision as of 07:56, 12 April 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

η (Μ ἐξασθένησις) εξασθενώ (I)
1. κατάπτωση, εξάντλησηεξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.