εξασθένηση
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
Greek Monolingual
η (Μ ἐξασθένησις) εξασθενώ (I)
1. κατάπτωση, εξάντληση («εξασθένηση του οργανισμού», «οικονομική εξασθένηση» κ.λπ.)
2. έλλειψη έντασης.