φεύξιμος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον, later form of
A φύξιμος, τόπος Plb.13.6.9; ἔστι δούλῳ φ. βωμός Plu.2.166e. II = φευκτός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1267] ον, = φύξιμος, Pol. 13, 6,9.
Greek (Liddell-Scott)
φεύξῐμος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ φύξιμος, τόπος Πολύβ. 13. 6, 9· δούλῳ φ. βωμὸς Πλούτ. 2. 166F ―ὡσαύτως = φευκτός. Ἡσύχ.