λεώβατος

From LSJ
Revision as of 09:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεώβατος Medium diacritics: λεώβατος Low diacritics: λεώβατος Capitals: ΛΕΩΒΑΤΟΣ
Transliteration A: leṓbatos Transliteration B: leōbatos Transliteration C: leovatos Beta Code: lew/batos

English (LSJ)

ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, Hsch.; cf. λειόβατος.

German (Pape)

[Seite 37] vom Volke betreten, ἡ λ., sc. ὁδός, die Heerstraße, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λεώβατος: (δηλ. ὁδός), ἡ, λεωφόρος, Ἡσύχ. 2) ἰχθὺς σελαχώδης, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λεώβατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. λεωφόρος, οδός
2. «ἰχθὒς σελαχώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω- (βλ. λαο-) + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιόβατος
με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. του λειόβατος, είδος ιχθύος].