ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Full diacritics: μελισσόφονος | Medium diacritics: μελισσόφονος | Low diacritics: μελισσόφονος | Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΦΟΝΟΣ |
Transliteration A: melissóphonos | Transliteration B: melissophonos | Transliteration C: melissofonos | Beta Code: melisso/fonos |
apiastra, i.e. μέροψ, Glossaria.
μελισσόφονος, ὁ (Α)
το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ισόφονος].