φριξολόφος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
φριξολόφον, = φριξαύχην, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φριξολόφος: -ον, = φριξαύχην, «φριξολόφος· ὀρθοχαίτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
φριξαύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + λόφος (πρβλ. ξανθόλοφος, φοινικόλοφος)].