μεγαλόπους
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ὁ, ἡ, μεγαλόπουν, τό, gen. ποδος, with large feet, Arist.HA617a26.
German (Pape)
[Seite 107] πουν, gen. ποδος, großfüßig; Schol. Ar. Av. 877; Arist. H. A. 9, 21.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόπους: 2, gen. ποδος большеногий, с большими ногами или лапами (sc. ὄρνις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.
Greek Monolingual
μεγαλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μεγάλα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πούς (πρβλ. κραταίπους)].