ναύπρηστις
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (πίμπρημι) Adj. burning ships, EM 598.43.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ναύπρηστις: -ιδος, ἡ, (πίμπρημι) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43.
Greek Monolingual
ναύπρηστις, ἡ (Α)
αυτή που καίει πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ-σαι), πρβλ. βούπρηστις, κυνόπρηστις].