νηριτοτρόφος
From LSJ
English (LSJ)
νηριτοτρόφον, (νηρίτης) breeding sea-snails, νῆσοι A.Fr.285.
German (Pape)
Meerschneckenernährend, Aesch. frg. 139, bei Ath. III.86b; s. auch ἀναριτοτρόφος.
Russian (Dvoretsky)
νηρῑτοτρόφος: вскармливающий ракушки, т. е. богатый раковинами (νῆσοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νηρῑτοτρόφος: -ον, (νηρίτης) ὁ τρέφων κόγχας, κογχύλια, νῆσοι Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 438.
Greek Monolingual
νηριτοτρόφος, -ον (Α)
(για νησιά) αυτός που παράγει κοχύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηρίτης «κοχύλι» + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μελισσοτρόφος].