πετροφυής

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροφῠής Medium diacritics: πετροφυής Low diacritics: πετροφυής Capitals: ΠΕΤΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: petrophyḗs Transliteration B: petrophyēs Transliteration C: petrofyis Beta Code: petrofuh/s

English (LSJ)

πετροφυές,
A clinging to rock, πολύπους Ps.-Phoc.49.
II Subst. πετροφυές, τό, = ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον, Ps.-Dsc.4.90, cf. 89.

German (Pape)

[Seite 606] ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; πολύπους, Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πετροφυής: -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, πολύπους, Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, εἶδος φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
(για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.πετροφυής
το φυτό αείζωον το λευκόφυλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνοφυής].