πυρσόκορσος

From LSJ
Revision as of 12:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρσόκορσος Medium diacritics: πυρσόκορσος Low diacritics: πυρσόκορσος Capitals: ΠΥΡΣΟΚΟΡΣΟΣ
Transliteration A: pyrsókorsos Transliteration B: pyrsokorsos Transliteration C: pyrsokorsos Beta Code: purso/korsos

English (LSJ)

πυρσόκορσον, red-maned, λέων A.Fr.110.

German (Pape)

[Seite 825] = Vorigem, λέων, Aesch. frg. 97.

Russian (Dvoretsky)

πυρσόκορσος: огненноглавый, т. е. с рыжей гривой (λέων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πυρσόκορσος: -ον, = τῷ προηγ., π. λέων, ξανθοχαίτης, ἔχων χαίτην ξανθήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 111. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυρσοκόρσου λέοντος· πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο πυρσόκομος
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυρσοκόρσου λέοντος
πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. του πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -κορσος (< κόρση «κόμη τών κροτάφων»), πρβλ. δοχμόκορσος].