ὁμοιόρροπος
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
ὁμοιόρροπον, of a like tendency, γυμνάσιον Gal.6.145.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόρροπος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, ἰσόρροπος, Γαλην. τ. 6, σ. 86F.
Greek Monolingual
ὁμοιόρροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισόρροπος].