θηριόπληκτος

From LSJ
Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόπληκτος Medium diacritics: θηριόπληκτος Low diacritics: θηριόπληκτος Capitals: ΘΗΡΙΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: thērióplēktos Transliteration B: thērioplēktos Transliteration C: thiriopliktos Beta Code: qhrio/plhktos

English (LSJ)

ον, struck by a poisonous animal, Cat.Cod.Astr.8(4).150.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόπληκτος: -ον, πληγεὶς ὑπὸ θηρίων, Ἀνώνυμ. Cod. Par. 2256, fol. 556 ro.

Greek Monolingual

θηριόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατάπληκτος, κεραυνόπληκτος].