θεηδόχος

From LSJ
Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεηδόχος Medium diacritics: θεηδόχος Low diacritics: θεηδόχος Capitals: ΘΕΗΔΟΧΟΣ
Transliteration A: theēdóchos Transliteration B: theēdochos Transliteration C: theidochos Beta Code: qehdo/xos

English (LSJ)

θεηδόχον, poet. for θεοδόχος, Nonn. D. 13.96.

Greek Monolingual

θεηδόχος, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί θεοδόχος)
1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό
2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την παραλία όπου παρουσιάστηκε ο Χριστός στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», Νόνν.].
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεη- (βλ. θεο-) + -δόχος < δέχομαι, πρβλ. ξενοδόχος, υδροδόχος].