χαριτόμορφος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
endued with grace of form, epithet of Isis, POxy.1380.59 (ii A. D.).
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαριτωμένη μορφή, όμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικόμορφος, ἱππόμορφος].