χοροστάτης

From LSJ
Revision as of 13:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροστάτης Medium diacritics: χοροστάτης Low diacritics: χοροστάτης Capitals: ΧΟΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: chorostátēs Transliteration B: chorostatēs Transliteration C: chorostatis Beta Code: xorosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. χοροστάτας, ου, ὁ, leader of a chorus, IG12(2).645.36 (Nesus, iv B. C.), Him.Or.9.3, Jul.Ep.186:—fem. χοροστάτις, ἡ, Alcm.23.84.

German (Pape)

[Seite 1367] ὁ, der den Chor, den Reigentanz anstellt, anführt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui forme un chœur de danse.
Étymologie: χορός, ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

χοροστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ τὸν χορὸν ἱστάς, ὁ χοροστατῶν, ὁ τοῦ χοροῦ ἐξάρχων ἢ κατάρχων, Ἱμέρ. 9. 3, Ἰουλιαν. 421Α. Ἐντεῦθεν ἐπίθ. χοροστατικός, ή, όν, ἡ χ. Ρήτορες (Walz) τ. 9. 196.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. χοροστάτις, -ιδος, Α
αυτός που οδηγεί τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. πυροστάτης].