δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
-ίδος, ἡ, Α1. κυρτό άγκιστρο2. (κατά τον Ησύχ.) «νεὼς εἶδος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμφος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορωνίς)].