τρυμαλῖτις
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
ιδος, ἡ, epithet of Aphrodite, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡμαλῖτις: ῐδος, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ., πρβλ. Σωτάδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ἐν λ. τρυμαλιά.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία της Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυμαλιά + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. αρεοπαγῖτις)].