στεφανοποιός
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ὁ,
A chapletmaker, Arist.MM 1206a27, A.D.Adv.189.9.
German (Pape)
[Seite 939] Kränze machend, Arist. magn. mor. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν στεφάνους, Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 2. 7, 30, Α. Β. 602.