διύλισμα
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
ατος, τό,
A filtered or clarified liquor, Gal.12.836.
German (Pape)
[Seite 644] τό, das Durchgeseihte, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διύλισμα: τό, ὑγρὸν ἐκ διυλίσεως προελθόν, καθαρισθέν, «λαγαρισθέν», Γαλην. 13, 468.