ἀχειροτόνητος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
ον,
A not elected, D.19 Arg.ii 13. II not granted by vote, τιμή Max.Tyr.12.5.
German (Pape)
[Seite 417] nicht (durch Handaufheben) erwählt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχειροτόνητος: -ον, μὴ ἐκλεχθείς, Γραμμ. 2) μὴ χειροτονηθείς, Ἐκκλ.