ἀμφίον
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ου, τό,
A = ἀμφίεσμα, S.Fr.420 (anap.), D.H.4.76, Sch.Arat. 1073 (pl.): ἀμφία καὶ οἰκήσεις IG3.60. (From ἀμφί, as ἀντίος from ἀντί; ἄμφιον acc. to Sch.D.T.p.196 H.)
German (Pape)
[Seite 141] τό, Umwurf, Soph. frg. 370; D. Hal. 4, 76.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίον: καὶ ἄμφιον, ου, τό, = ἀμφίεσμα, Σοφ. Ἀποσπ. 370, Διον. Ἁλ. 4. 76. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσ. ἄμφια εἶναι τὰ ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης καλύμματα, ἅπερ καὶ ἐπάμφια λέγονται. Ἴδε Θησ. Στ. καὶ Δουκάγγ. ἐν λέξει. (Ἐκ τοῦ ἀμφὶ ὡς τὸ ἀντίος ἐκ τοῦ ἀντί).