μεσουρανέω
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
A to be in mid-heaven; of heavenly bodies, culminate, be in the meridian, Arist.Mete.373b13, Hipparch.1.7.11, etc.; μεσσουρανέουσα σελήνη Man.5.189.
II μ. ὑπὸ γῆν to be at the nadir, Gem. 2.19.
German (Pape)
[Seite 140] mitten am Himmel stehen, von der Sonne, um Mittag culminiren, Arist. Meteorl. 3, 4, Plut., u. oft bei Maneth.
French (Bailly abrégé)
μεσουρανῶ :
être au milieu du ciel, càd au méridien, au midi.
Étymologie: μέσος, οὐρανός.
Russian (Dvoretsky)
μεσουρᾰνέω: находиться в середине неба, т. е. достигнуть зенита Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεσουρᾰνέω: εἶμαι κατὰ τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ· ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, εἶμαι ἐν τῷ μεσημβρινῷ, εἰς τὸ κατακόρυφον σημεῖον, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 4, κ. ἀλλ.
Spanish
Léxico de magia
estar en medio del cielo el sol, en el momento de actuar el mago σὺ δὲ αὐτὸς στεψάμενος κισσῷ μέλανι μεσουρανέοντος τοῦ ἡλίου ... κατακλίθητι ἄνω βλέπων tú corónate con hiedra negra cuando el sol esté en medio del cielo y túmbate mirando hacia arriba P IV 173 λέγε τὸ ὄνομα ἐπὶ τοῦ ἄγγους ἐπὶ ἡμέρας ζʹ ἡλίου μεσουρανοῦντος pronuncia la fórmula sobre el vaso durante siete días, cuando el sol se encuentre en medio del cielo P IV 762