μεταχείρισις
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
μεταχειρίσεως, ἡ,
A handling, treatment, ποιήσεώς τε καὶ πεζοῦ λόγου D.H.Rh.4.1 (-ησις codd.); ἁπάντων πραγμάτων Gal.18(2).407.
2 mode of preparing, ἐπιπλάσματος Lycus ap.Orib.9.34.1.
German (Pape)
[Seite 157] ἡ, das Handhaben, das Behandeln, die Behandlungsweise, D. Hal. u. a. Sp.; bes. von den Aerzten, Galen., vgl. Schäf. mel. p. 58.
Greek (Liddell-Scott)
μεταχείρῐσις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ μεταχειρίζεσθαι, χειρισμός, οὐχ ἡ αὐτὴ μεταχείρισις ποιήσεώς τε καὶ πεζοῦ λόγου Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 4. 1, ἔνθα -ησις· - ἰατρικὴ μεταχείρισις, θεραπεία, Γαλην. περὶ Ἀγμῶν.