τριηρικός

From LSJ
Revision as of 17:28, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηρικός Medium diacritics: τριηρικός Low diacritics: τριηρικός Capitals: ΤΡΙΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: triērikós Transliteration B: triērikos Transliteration C: triirikos Beta Code: trihriko/s

English (LSJ)

τριηρική, τριηρικόν, = τριηριτικός, σκεύη D.47.19; λιμήν Str.14.2.15, cj. in 13.2.2; αὐλεῖν τὸ τ. (sc. μέλος) Ath.12.535d; but τὸ τ. the class which serves in a trireme, Arist.Pol.1291b23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de trière;
subst. τὸ τριηρικόν :
1 chant des rameurs;
2 équipage d'une navire.
Étymologie: τριήρης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριηρικός -ή -όν [τριήρης] tot de triëre behorend; subst. τὸ τριηρικόν: de roeibemanning op de oorlogsschepen. Aristot. Pol. 1291b23.

German (Pape)

τριηρετικός; ηὔλει τὸ τριηρικόν, Ath. XII.535d; τὸ τρ. = das Schiffsvolk, Arist. Pol. 4.4.

Russian (Dvoretsky)

τριηρικός: предназначенный для триеры, корабельный (σκευή Dem.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τριήρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τοῦτον ὀφείλοντα τῇ πόλει σκεύη τριηρικά», Δημοσθ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριηρικόν
το πλήρωμα τριήρους.

Greek Monotonic

τριηρικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε τριήρη, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τριηρικός: -ή, -όν, τριηριτικός, σκεύη Δημ. 1145. 2· αὐλεῖν τὸ τρ. (ἐξυπακ. μέλος) Ἀθήν. 535D· ἀλλὰ τριηρικὸν = οἱ τριηρῖται, τὸ πλήρωμα, οἱ ναῦται τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21.

Middle Liddell

τριηρικός, ή, όν [from τριήρης
of or for a trireme, Dem.

English (Woodhouse)

of triremes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)