πυρῖτις
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
(sc. βοτάνη), ιδος, ἡ, = πύρεθρον, Nic.Th.683, Al.531.
2 = ὀρεινὴ νάρδος, Dsc.1.9.
II (sc. λίθος), an unknown gem, Plin. HN37.189.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῑτις: -ιδος, ἡ, ἴδε πυρίτης. ΙΙ. (ἐξυπακουομ. τοῦ βοτάνη), = πύρεθρον, Νικ. Θηρ. 683, Ἀλεξιφ. 531. 2) π. νάρδος = θυλακῖτις, Γαλην.
German (Pape)
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, ΜΑ
βλ. πυρίτιδα.