ἀποδεικτέον
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
A one must show, one must prove, Pl.Phdr.245b.
2 c. dupl. acc., one must make one so and so, σκαπανέα αὐτὸν ἀ. Luc.Vit.Auct. 7.
Spanish (DGE)
1 hay que demostrar ἡμῖν δὲ ἀ. ... τοὐναντίον, ὡς ... Pl.Phdr.245b.
2 c. ac. hay que hacer σκαπανέα γε καὶ ὑδροφόρον αὐτὸν ἀ. Luc.Vit.Auct.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεικτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποδείκνυμι, πρέπει τις νὰ ἀποδείξῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β. 2) μετὰ διπλ. αἰτ., πρέπει τις νὰ καταστήση τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, σκαπανέα αὐτὸν ἀπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 7
Greek Monotonic
ἀποδεικτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδεικνύω·
1. αυτό που πρέπει κάποιος να αποδείξει.
2. με διπλή αιτ., αυτό που πρέπει να κάνει κάποιον να γίνει τέτοιος ή τέτοιος, σε Λουκ.