ὑπαγόρευσις
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A suggestion, advice, counsel, J.AJ3.8.8, 17.4.3, POxy.1497.9 (iii A. D.).
2 idea, notion, Gal.1.201.
German (Pape)
[Seite 1179] ἡ, das Vorsagen, Anraten, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰγόρευσις: -εως, ἡ, εἰσήγησις, ὁδηγία, ὑπαγόρευσις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 8, 8., 17. 4, 3˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπαγόρευσις, ὑπαγορεύσει μὲν τῶν πρακτέων, ἀπαγορεύσει δὲ τῶν ἐναντίων Κλήμ. Ἀλ. 102˙ ἐν τῇ πρώτῃ ὑπαγορεύσει, ἐν τῇ πρώτῃ ἐκδόσει, Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστ. σ. 79, 32.