ἐριώδυνος
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
ον
A, (ὀδύνη) very painful, Max.161, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1031] sehr schmerzhaft, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριώδυνος: -ον, (ὀδύνη) πολυώδυνος, λίαν ὀδυνηρός, Μάξιμ. π. Καταρχ. 161· «ἐριωδύνου· μεγαλωδύνου» Ἡσύχ.