ἀκάκης

From LSJ
Revision as of 12:09, 8 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάκης Medium diacritics: ἀκάκης Low diacritics: ακάκης Capitals: ΑΚΑΚΗΣ
Transliteration A: akákēs Transliteration B: akakēs Transliteration C: akakis Beta Code: a)ka/khs

English (LSJ)

Dor. ἀκάκας [ᾰκᾰκ], ὁ, beneficial, poet. form of ἄκακος, A.Pers.855 (lyr.); epithet of Hades, IG7.117.3 (Megara).

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): dór. ἀκάκᾱς
• Prosodia: [-κᾰ-]
benéfico ἀ. ἄμαχος βασιλεύς A.Pers.855, de Hades IG 7.117.3 (Mégara, imper.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ-], ὁ, ποιητικὸς τύπος τοῦ ἄκακος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 855. (λυρ.)· ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1067· πρβλ. ἀκάκητα.

Greek Monolingual

ἀκάκης και Δωρικά ἀκάκας, ο (Α)
άκακος, αθώος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο του ἄκακος τύπο επιθέτου σε / η (ἀκάκᾱς / ἀκάκης), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του ἄκακος για μετρικούς λόγους, αλλά αποτελούσε μάλλον όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους ἀκάκητα, Ἀκακήσιος].

Greek Monotonic

ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ] , ποιητ. αντί ἄκακος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

poet. for ἄκακος, Aesch.