σκαπτός

From LSJ
Revision as of 10:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαπτός Medium diacritics: σκαπτός Low diacritics: σκαπτός Capitals: ΣΚΑΠΤΟΣ
Transliteration A: skaptós Transliteration B: skaptos Transliteration C: skaptos Beta Code: skapto/s

English (LSJ)

ή, όν, (σκάπτω)

   A dug: that may be dug:—Σκαπτὴ Ὕλη a district in Thrace, named after a forest, ἐκ Σκαπτῆς Γλης Hdt.6.46; ἐν τῇ Σ. Γλῃ Plu.Cim.4; ἐν Σ. Γ. Marcellin.Vit. Thuc.25, 47:—the form Σκαπτησύλης (gen. sg.) is found in Thphr.Lap.17; nom. Σκαπτησύλη St.Byz.; Lat. Scaptens[ucaron]la Lucr.6.810:—hence

German (Pape)

[Seite 889] gegraben, zu graben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκαπτός: -ή, -όν, (σκάπτω) ἐσκαμμένος, ὃν δύναταί τις νὰ σκάψῃ· -Σκαπτὴ ὕλη, χώρα ἐν Θρᾴκη κληθεῖσα οὕτως ἔκ τινος δάσους, Ἡρόδ. 6. 46, Θεοφρ. π. Λίθ. 17· - ἐν τῇ σκαπτῇ ὕλῃ Πλουτ. Κίμ. 4, Μαρκελίν. Βίος Θουκ. 40. 74· - ὁ τύπος Σκαπτη-σύλη (πρβλ. ὕλη, sylva) διετηρήθη παρ]Θεοφρ. π. Λίθ. 17, Στέφ. Βυζ.· οὕτω, Scapten-sula Lucret. 6. 810.