χειράμαξα
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
[ᾰμ], ἡ, handcart, bath-chair, Herod.Med. ap. Orib.6.25.2, Paul.Aeg.3.18.
German (Pape)
[Seite 1344] ἡ, Handwagen, Antyll. Oribas.
Greek (Liddell-Scott)
χειράμαξα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μικρὸν ἁμάξιον διὰ τῶν χειρῶν ὠθούμενον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 117.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
μικρό φορτηγό καρότσι που κινείται με τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἅμαξα.
Translations
handcart
Armenian: ձեռնասայլ; Bulgarian: ръчна количка; Chinese Mandarin: 手車, 手车, 手推車, 手推车, 手拉車, 手拉车; Dutch: handkar; English: handcart, hand-cart, hand cart; Esperanto: ĉareto; Finnish: käsikärry, käsikärryt; French: charrette à bras, voiture à bras; German: Handwagen, Handkarren; Greek: χειράμαξα; Ancient Greek: χειράμαξα; Japanese: 手車, ハンドカート; Ottoman Turkish: ال عربهسی; Polish: taczka, wózek ręczny; Russian: ручная тележка, тележка; Turkish: el arabası