οὔρισμα
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
-ατος, τό, Ion. for ὅρισμα, boundary-line, Hdt.2.17, 4.45.
German (Pape)
[Seite 419] τό, von οὐρίζω, günstiger Wind (?). τό, ion. = ὅρισμα, Begränzung, Gränze, Her. 2, 17. 4, 45.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
délimitation ; frontière.
Étymologie: οὐρίζω².
Russian (Dvoretsky)
οὔρισμα: ατος τό ион. = ὅρισμα.
Greek (Liddell-Scott)
οὔρισμα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὅρισμα, ὅριον μεθόριον Ἡρόδ. 2. 17., 4. 45.
Greek Monolingual
οὔρισμα, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. όρισμα.
Greek Monotonic
οὔρισμα: -ατος, τό, Ιων. αντί ὅρισμα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ.