Κορυβαντώδης
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
Κορυβαντῶδες, Corybant-like, frantic, Luc.JTr.30.
Greek (Liddell-Scott)
Κορῠβαντώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς Κορύβαντα, μανιώδης, ἔξαλλος, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.
Russian (Dvoretsky)
Κορῠβαντώδης: подобный беснующемуся корибанту, исступленный Luc.