ἱερεία
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ἡ, (ἱερεύω)
A sacrifice, festival, LXX4 Ki.10.20. II = ἱερατεία, CIG3491.23 (Thyatira). III Cypr.ἰερηϝίjα, sanctuary, τᾶς Ἀθάνας Inscr.Cypr.135.20H. (v B.C.).
German (Pape)
[Seite 1240] ἡ, die Priesterwürde, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερεία: ἡ, (ἱερεύω) θυσία ἢ ἑορτή, πανήγυρις, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ι΄. 20). ΙΙ. = ἱερατεία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491. 23.