ἁγνόρυτος
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ἁγνόρυτον, pure-flowing, ποταμός A.Pr.434(lyr.).
Spanish (DGE)
(ἁγνόρῠτος) -ον de corrientes puras ποταμός A.Pr.434.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cours limpide.
Étymologie: ἁγνός, ῥέω.
Russian (Dvoretsky)
ἁγνόρῠτος: чисто текущий, т. е. прозрачный или священный (ποταμός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνόρῠτος: -ον, ὁ καθαρὰ ῥέων, ποταμός, Αἰσχ. Πέρσ. 434 (λυρ.): ποιητ. τύπος μεθ ̓ ἑνὸς ρ χάριν τοῦ μέτρου.
Greek Monotonic
ἁγνόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· ποταμός, σε Αισχύλ.