δέκτρια
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ἡ, fem. of δεκτήρ, Archil.19, AP11.400 (Luc.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
receptora c. gen. ξείνων δ. la que agasaja a los huéspedes de una hetera, Archil.17.2, πάντων δ. Γραμματική AP 11.400.6 (Luc.), καρποῦ ψυχῶν Gr.Naz.M.37.783A.
German (Pape)
[Seite 543] ἡ, die Annehmerin, Aufnehmerin, Archil. bei Ath. XIII, 594 d.
Russian (Dvoretsky)
δέκτρια: ἡ принимающая, дающая приют (шутл. πάντων δ. Γραμματική Anth.).