καταδάνειος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[δᾰ], ον, burdened with mortgages, D.S.17.109.
German (Pape)
[Seite 1345] verschuldet, οὐσία D. Sic. 17, 109.
Russian (Dvoretsky)
καταδάνειος: (δᾰ) обремененный долгами (οὐσία Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
καταδάνειος: ᾰ, ον, «ὑποθηκευμένος», «καταφορτωμένος ἀπὸ δάνεια», «βουτημένος εἰς τὰ χρέη», οὐσία Διόδ. 17. 109.
Greek Monolingual
καταδάνειος, -ον (Α)
αυτός που έχει επιβαρυνθεί με πολλά δάνεια («καταδάνειος οὐσία», Διόδ.).