ἀπότμημα
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything cut off, piece, Hp.Art.38, Gp.1.14.12.
German (Pape)
[Seite 331] τό, der Abschnitt, Ausschnitt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότμημα: τό, τὸ τμηθέν, κοπὲν ἀπό τινος, τεμάχιον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803. Ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ἀποτμηματίζω, χωρίζω, διαιρῶ εἰς τμήματα, εἰς δύο ἀποτμηματίσας τὴν στρατιὰν Νικήτ. Χρον. 125D.