λιγνυώδης
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
English (LSJ)
ες,
A smoky, sooty, dark-coloured, πνεῦμα Hp.Coac.255; γλῶσσα Id.Epid.3.17.ιβ; opp. καπνώδης, Gal.9.470; ἀναθυμιάσεις, πνεύματα, Agath.2.15, 5.8.
German (Pape)
[Seite 43] ες, räucherig, qualmig, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λιγνυώδης: -ες, πλήρης λιγνύος, καπνοῦ, αἰθαλώδης, μέλας τὸ χρῶμα, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1110.