ἀτυράννευτος
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
ον,
A not ruled by tyrants, free from tyrants, Th.1.18, D.C.37.22, Chor.p.208B.:—also ἀτύραννος, ον, Phryn.PSp.30B.
German (Pape)
[Seite 390] nicht von Tyrannen beherrscht, Thuc. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῠράννευτος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τυράννων κυβερνώμενος, Θουκ. 1. 18. ― Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ. Ἀλ. κ. Ἰουλ. 3. σ. 93: ― ὥσαύτως ἀτυράννητος, ον, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1381Α: ― ἀ-τύραννος, όν, Α. Β. 19. 3.