πεζογράφος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A prose-writer, D.L.4.15, Sch.E.Hec.795, al.
German (Pape)
[Seite 542] Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.
Greek (Liddell-Scott)
πεζογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ πεζὸς συγγραφεύς, Διογ. Λ. 4. 15· ― πεζογραφέω, γράφω ἐν πεζῷ λόγῳ, αὐτόθι· ― πεζογραφία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, Εὐστ. 1753. 29.