ἀδιεξίτητος
English (LSJ)
ἀδιεξίτητον, (διέξειμι)
A that cannot be exhausted, inexhaustible, infinite in extent or infinite in duration, Arist.Ph.207b29, cf. Alex.Aphr.in Top. 86.27, Plot.2.4.7, al.; αἰών Ph.1.554.
2 with no outlet, ἄγυια Orib.9.20.3.
Spanish (DGE)
-ον
I 1fil. que no puede ser recorrido de principio a fin e.e. inacabable, ilimitado, inconmensurable τὸ ἄπειρον Arist.Ph.207b29, Plot.2.4.7, Phlp.Aet.10.21, cf. Alex.Aphr.in Top.86.27, Ph.2.204, αἰών Ph.1.554
•subst. τὸ ἀδιεξίτητον = inconmensurabilidad διὰ τὸ ἀδιεξίτητον ἄπειρον ὕπαρχον Procl.Inst.94
•subst. τὸ ἀδιεξίτητον = lo inescrutable τοῦ ζητουμένου Gr.Nyss.Eun.1.368.
2 que carece de salida ἄγυια Orib.9.20.3, ὁδός Socr.Sch.HE 1.20.10, ὁ τοῦ βίου λαβύρινθος Gr.Nyss.Or.Catech.87.10.
II adv. ἀδιεξιτήτως = de modo inagotable, ilimitadamente ἄπειρον ὑποτίθεται ὡς ἀ. καταμετρουμένον Simp.in Cat.147.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιεξίτητος: -ον, (διέξειμι) ὅ,τι δὲν δύναταί τις νὰ διεξέλθῃ, νὰ ἐξακριβώσῃ, Ἀριστ. Φυσ. 3. 7, 5, «ἀδιεξέλευστος», Σουΐδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιεξίτητος: (ξῐ) не могущий быть пройденныи до конца, т. е. необозримый, бесконечный (τὸ ἄπειρον Arst.; ὑπόθεσις Sext.).
German (Pape)
nicht durchzugehen, nicht auseinander zu setzen, Arist. phys. ausc. 3.7 und Sp.