διάνυσις
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ,
A distance traversed, δ. ἡμερήσιαι day's journeys, Ptol.Geog.1.8.1, cf. 1.9.5. II accomplishment, ἔργων Iamb.Myst. 4.3.
German (Pape)
[Seite 593] ἡ, Vollendung, des Weges, der Weg selbst, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
διάνῠσις: -εως, ἡ, ἡ ἐκτέλεσίς τινος, ταξείδιον, πορεία, Πτολεμ. Γεωγρ. 19. 2., 26. 1.