ἀμπέχονον
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό,
A = ἀμπεχόνη, Ar.Fr.320.7, IG2.754, Theoc. 15.21.
German (Pape)
[Seite 129] τό, Ueberwurf, = ἀμπεχόνη, Theocr. 15, 21. 27, 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπέχονον: τό, = ἀμπεχόνη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309.7, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 52, Θεόκρ. 15. 21: ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «ἀμπέχονον, σύμμετρον περίβλημα.»